intrusarse - ορισμός. Τι είναι το intrusarse
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι intrusarse - ορισμός


intrusarse      
verbo prnl. poco usado
Apropiarse, sin razón ni derecho, de un cargo, una jurisdicción, etc.
intrusión         
PÁGINA DE DESAMBIGUACIÓN DE WIKIMEDIA
Intrusión (desambiguación); Intrusion; Intrusion (desambiguacion)
sust. fem.
Acción de introducirse sin derecho en una dignidad, jurisdicción, oficio, etc.
intruso      
intruso, -a (de "in-2" y el lat. "trusus", participio de "trudere", empujar) adj. y n. Se aplica a la persona que está en un sitio sin derecho a estar en él; que ocupa un cargo o una posición que no le corresponden; que ejerce una profesión para la que no tiene título; que se mezcla indiscretamente con gentes de distinta condición que la suya, etc. *Curandero, zurupeto. Dragonear. De fuera vendrá... *Introducir. adj. Se aplica específicamente a las *plantas que crecen donde no se desea, como las malas hierbas.
Τι είναι intrusarse - ορισμός